κολαστέον

κολαστέον
κολαστέος
to be chastised
masc acc sg
κολαστέος
to be chastised
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολαστέος — α, ο (AM κολαστέος, α, ον) [κολάζω] αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολαστέον η ενέργεια που πρέπει να συγκρατείται, να ελέγχεται από κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”